-
1 συγ-κεράννῡμι
συγ-κεράννῡμι u. συγκεραννύω (s. κεράννυμι) zusammenmischen, verbinden, vereinigen, λύπῃ τὴν ἡδονήν, Plat. Phil. 50 a, u. öfter; Ggstz διακρίνειν, Partm. 129 e; ὥς μοι τὰ μὲν παλαιὰ συγκεκραμένα ἄλγη δύςοιστα, Aesch. Ch. 733, wie Soph. δειλαίᾳ συγκέκραμαι δύᾳ, Ant. 1295, u. Τέκμησσαν οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένην, Ai. 879; vgl. Trach. 659 u. οὕτω πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, Ar. Plut. 853, mit einem Geschicke, Unglücke, unzertrennlich verbunden sein; συγκεράσασϑαι φιλίαν, Freundschaft schließen, πρός τινα, mit Einem, Her. 7, 151; vgl. Pors. Eur. Med. 138; auch pass., φιλίαι μεγάλαι συνεκρήϑησαν, Her. 4, 152; ξυγκραϑέν, Thuc. 6, 18; ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο ὥστε οἰκείως διακεῖσϑαι, Xen. Cyr. 1, 4, 1; Plat. hat neben συνεκεράσϑη, Legg. X, 889 c Phil. 46 c, ὅταν συγκραϑῇ, Tim. 68 c, u. συγκραϑεῖσα, 37 a; adj. verb. συγκρατέον, Phil. 62 b.
-
2 δύη
δύη, ἡ, Unglück, Elend = Att. Prosa κακοπάϑεια; Homer viermal, Odyss 14, 215. 338. 18, 53. 81; merkwürdig ist Odyss. 14, 338 ὄφρ' ἔτι πάγχυ δύης ἐπὶ πῆμα γενοίμην, Scholl. Ἀριστοφάνης δύῃ ἐπὶ πῆμα γένηται, ἀντὶ τοῠ ἐπὶ τῇ δύῃ· ἵνα μοι πῆμα ἄλλο γένηται. δύναται δὲ λείπειν ἡ ἐξ, ἵν' ᾖ ἐκ τῆς δύης ἐπὶ βλάβην ἔλϑοιμι; vgl. Odyss. 3, 152 ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο. Ueber die Abstammung des Wortes vgl. Apoll. Lex. Homer. p. 60, 32 u. Curtius Grundz. der Griech. Etymol. 1 S. 204. – Aeschyl Prom. 513 πημοναῖς δύαις τε; Eum. 562 ἀμηχάνοις δύαις, u. öfter; δειλαίᾳ συγκέκραμαι δύᾳ Soph. Ant. 1295; χωρεῖ πρὸς ἧπαρ γενναία δύη Ai. 918; sp. D., wie Nic. Al. 19 Th 920. Auch App. B. C. 4, 42.